θηλυφόνον

θηλυφόνον
θηλυφόνος
killing women
masc/fem acc sg
θηλυφόνος
killing women
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θηλυφόνον — θηλυφόνον, τὸ (Α) το δηλητηριώδες φυτό ακόνιτον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + φόνος] …   Dictionary of Greek

  • θηροφόνος — θηροφόνος, ον και ος, η, ον (Α) 1. αυτός που φονεύει άγρια ζώα 2. επίθ. τής Αρτέμιδος και τού Απόλλωνος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηροφόνον (διάφ. γρ. τού θηλυφόνον) αυτό που φονεύει αμέσως τα θηρία, το ακόνιτον, δηλητηριώδες φυτό με μεγάλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”